Το προηγούμενο διάστημα ανακοίνωσα ένα διαδικτυακό εργαστήριο για γονείς, με θέμα το διάβασμα στο σπίτι. Η συμμετοχή ήταν πολύ μεγάλη. Ήταν ξεκάθαρο πως αυτό το θέμα απασχολεί και συχνά ταλαιπωρεί τόσο τους γονείς όσο και τα παιδιά. Έτσι αποφάσισα να γράψω λίγα λόγια για το θέμα αυτό.
Χρειάζομαι να ξεκινήσω λέγοντας πως προσωπικά διαφωνώ με το εκπαιδευτικό σύστημα ως έχει. Και υπάρχει πληθώρα βιβλιογραφίας και επιστημονικών δεδομένων που εξηγούν, πώς τα παιδιά έχουν έμφυτη την ανάγκη για μάθηση, πώς μαθαίνουν τα παιδιά. Πώς το συγκεκριμένο σύστημα μπορεί να ανταποκρίνεται μόνο σε μια μικρή μερίδα μαθητών και στις αναπτυξιακές τους ανάγκες, αλλά και στο μαθησιακό τους στυλ. Δεν θα αναλύσω περισσότερα πάνω σε αυτό, γιατί θα πάρουμε ως δεδομένο ότι στην παρούσα στιγμή αυτό είναι που έχουν να διαχειριστούν τα παιδιά μας και μαζί τους κι εμείς. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου κάνει σημαντική διαφορά η αναγνώριση ότι μπορεί να μην είναι το παιδί μας που φταίει αλλά το σύστημα. Και μόνο αυτή η κατανόηση, μας φέρνει πιο κοντά στο παιδί μας, γιατί του αναγνωρίζει τη δυσκολία. Μπορεί αυτό να μην αλλάζει τη συνθήκη, ωστόσο είναι ανακουφιστικό και παρήγορο και συχνά μας ενδυναμώνει στο να ανταπεξέλθουμε.
Σκεφτείτε, ότι χρειάζεται να δουλέψετε σε ένα εργασιακό περιβάλλον όπου
ο προϊστάμενος είναι κακός, οι συνάδελφοι εχθρικοί και το αντικείμενο αδιάφορο για σας και δεν έχετε επιλογή τη δεδομένη στιγμή να βρείτε κάτι άλλο. Γυρνάτε σπίτι μετά τη δουλειά. Ποια ανταπόκριση σας βοηθά περισσότερο; “Να λες κι ευχαριστώ που έχεις δουλειά, άλλοι δεν έχουν να φάνε. Και τι να κάνουμε, έτσι είναι όλες οι δουλειές. Αντί να εκτιμάς ότι το αφεντικό σου, σου δίνει δουλειά, εσύ παραπονιέσαι κιόλας!” ή “Τι περνάς κι εσύ βρε παιδί μου εκεί! Αναγκάζεσαι τόσες ώρες να είσαι σε ένα τέτοιο περιβάλλον! Κι αυτό το να μην έχεις άλλη επιλογή, πρέπει να το κάνει πιο δύσκολο!”
Σε καμιά από τις δυο περιπτώσεις δεν αλλάζει η συνθήκη, αλλάζει καθόλου όμως το πώς νιώθουμε και τελικά πώς στεκόμαστε στην κατάσταση αυτή εμείς έχοντας βιώσει την αντίστοιχη ανταπόκριση; Ας μη φοβηθούμε, να ενσυναισθανθούμε το παιδί μας και να του αναγνωρίσουμε ότι μπορεί αυτό το σύστημα να μην του είναι βοηθητικό. Και ας του δώσουμε το μήνυμα ότι θα μπορέσει να βρει τρόπους να το διαχειριστεί ακόμα κι αν δεν το αγαπήσει ποτέ.
Η δεύτερη δήλωση που χρειάζομαι να κάνω είναι ότι διαφωνώ με τη διαδικασία του Homework. Πρώτον, υπάρχουν πολλές έρευνες που καταρρίπτουν τη μαθησιακή τους αποτελεσματικότητα. Δεύτερον, και κυριότερον από τη δική μου σκοπιά, βάζει το γονιό στη θέση του δασκάλου. Κι εκεί χρειάζεται να διαλέξουμε τι είναι πιο σημαντικό να είμαστε. Γονείς ή δάσκαλοι. Ίσως να μην χωρούν και τα δυο. Επίσης, είναι άδικο για τους γονείς.
Το να είσαι δάσκαλος είναι κάτι που απαιτεί εκπαίδευση και εμείς δεν έχουμε εκπαιδευτεί γι’ αυτό.
Το ότι ξέρω πόσο κάνει 56+ 6, δε σημαίνει ότι είμαι σε θέση να το εξηγήσω και να το μεταδώσω. Το να μου ζητείται, δηλαδή να κάνω κάτι, για το οποίο δεν έχω τις δεξιότητες μπορεί να μου δημιουργήσει άγχος, μια αίσθηση ανημποριάς ακόμα και πανικό. Υπάρχει, φυσικά, και η ταξική διάσταση. Μπορεί εγώ να είμαι ένας γονιός που δουλεύει βάρδιες και το παιδί να είναι με τους παππούδες, οι οποίοι να μην ξέρουν καλά καλά και οι ίδιοι γράμματα. Ή μπορεί να είμαι ένας γονέας μετανάστης, που τα ελληνικά να μην είναι η πρώτη μου γλώσσα και να μη γνωρίζω καν καλά όλα αυτά που μαθαίνει το παιδί μου στο σχολείο για να το βοηθήσω.
Η αλήθεια είναι πως είμαι η μαμά, που θα ένιωθα ευτυχία, αν μου έλεγε το σχολείο, δε θέλω καν να ξέρεις πώς μοιάζουν τα βιβλία του παιδιού, δε θέλω να έχεις καμιά εμπλοκή. Δυστυχώς, όμως συχνά, το ίδιο το σχολείο μεταφέρει μέρος της ευθύνης στο γονιό και ο γονιός πιέζεται. Όταν ο δάσκαλος λέει “Χρειάζεται να προσπαθήσετε περισσότερο με την ανάγνωση, γιατί μετά δε θα μπορεί να ακολουθεί όπως θα προχωράμε” ή “Αν δε μάθει την προπαίδεια, δυστυχώς δε θα μπορέσει μετά να καλύψει τα κενά” ο γονιός αισθάνεται πως πρέπει να κάνει κάτι για το παιδί του και συχνά αυτό φέρνει άγχος. Αυτή, λοιπόν, είναι άλλη μια πραγματικότητα, που αναγκάζει το γονιό να εμπλακεί με ένα τρόπο, τον πρώτο τουλάχιστον καιρό, στη μαθησιακή διαδικασία του παιδιού.
Τέλος, υπάρχει μια ακόμα συνθήκη.
Όλοι μας έχουμε υπάρξει μαθητές. Όλοι έχουμε μια μεγάλη εμπειρία πολλών χρόνων από το σχολείο και το διάβασμα. Το πώς έχουμε βιώσει οι ίδιοι αυτή την εμπειρία, μπορεί να παίζει καταλυτικό ρόλο στο πώς ανταποκρινόμαστε στο παιδί μας τώρα που είναι η σειρά του να είναι η μαθήτρια. Αν ως παιδί, δυσκολευόμουν, εισέπραττα πίεση, επίκριση, τιμωρία λεκτική ή ακόμα και σωματική. Μπορεί τώρα το να πρέπει να περάσω από αυτήν τη διαδικασία ξανά μέσω του παιδιού να είναι πολύ επώδυνο για μένα. Αν ως παιδί, ήμουν αγχώδες και με μια τάση τελειομανίας ή αν είχα εισπράξει τον όρο της επίδοσης ως προϋπόθεση για την αποδοχή των γονιών μου, μπορεί άθελα μου να κληροδοτήσω αυτό το άγχος στο παιδί μου.
Ξέρουμε πια, πως η πραγματική μάθηση έρχεται μέσα από τη σύνδεση.
Η πρωταρχική ανάγκη του ανθρώπου είναι η ασφάλεια. Λέγοντας ασφάλεια, δεν εννοούμε μόνο το να έχει ένα σπίτι ζεστό και τροφή, αλλά και τη συναισθηματική ασφάλεια. Ένα παιδί για να μάθει πραγματικά χρειάζεται, να νιώθει ασφαλές. Εκτός κι αν ο όρος για να έχω συναισθηματική ασφάλεια, είναι να είμαι καλή μαθήτρια, όπου εκεί είτε δε θα μάθω πραγματικά είτε θα συνδέσω την επίδοση με την επιβίωση. “Αξίζω μόνο όταν είμαι καλή” σε αυτό που κάνω. Ίσως σε κάποιους από μας, να θυμίζει κάτι αυτό και δεν ξέρω πόσοι θα το θέταμε ως στόχο για τα παιδιά μας.
Σαν γονείς χρειάζεται, λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας και να μην μπερδεύουμε την αποδοχή και την αγάπη με την επίδοση, ώστε να μη μεταφέρουμε αυτό το μήνυμα στα παιδιά μας. Χρειάζεται ίσως να βάλουμε και προτεραιότητα για το τι είναι πιο σημαντικό για μας και το παιδί μας, η σχέση μας μαζί του ή η επιτυχία στο σχολείο.
Έπειτα, ακολουθεί το ζήτημα της ευθύνης. Ποιος έχει ποια ευθύνη. Όπως το έχω στο νου μου, ευθύνη του γονιού είναι να δημιουργήσει την κατάλληλη συνθήκη ώστε το παιδί να αναλάβει τη δική του ευθύνη για το διάβασμα.
Η ευθύνη του γονιού είναι να έχει ένα φροντισμένο παιδί
Ένα παιδί που είναι ξεκούραστο σωματικά, έχοντας τις ώρες ύπνου που χρειάζεται. Ένα παιδί που τρέφεται καλά, ώστε να έχει ευεξία. Είναι δική μας ευθύνη να υπάρχει ένας χώρος κι ένα περιβάλλον που να προσκαλεί για τη διαδικασία αυτή. Αν το παιδί διαβάζει κι εγώ εκείνη την ώρα πλένω κατσαρόλες ή ακούω δυνατά ειδήσεις, μάλλον σαμποτάρω τη διαδικασία του. Χρειάζεται επίσης να έχουμε στο νου μας και να έχουμε φροντίσει τη συναισθηματική υγεία του παιδιού. Το διάβασμα στο σπίτι, δεν είναι το μόνο πράγμα που συμβαίνει στη ζωή ενός παιδιού. Μπορεί να έχει γεννηθεί ένα αδερφάκι, να έχει γίνει μια μετακόμιση, να αντιμετωπίζει δυσκολίες στις κοινωνικές του σχέσεις, να βλέπει τη σχέση των γονιών του να μην πηγαίνει καλά. Όλα αυτά είναι σημαντικά και μπορεί να επηρεάζουν την ψυχολογία του και τα επίπεδα στρες του και να έχουν αντίκτυπο στη μαθησιακή του διαδικασία.
Είναι ευθύνη μας, λοιπόν, να φροντίσουμε αυτά τα θέματα με τον καλύτερο τρόπο που έχουμε κάθε φορά διαθέσιμο. Ώστε να ανακουφιστεί το παιδί και να μπορεί να αποδώσει καλύτερα και στις σχολικές του υποχρεώσεις. Θεωρώ μέρος της ευθύνης του γονιού και το να δείξει τον τρόπο στο παιδί, για αυτή τη νέα συνθήκη που λέγεται “διάβασμα στο σπίτι”. Από το νηπιαγωγείο που τελειώνοντας το σχολείο, το άφηναν πίσω μέχρι την άλλη μέρα το πρωί, τώρα το σχολείο συνεχίζεται ως ένα βαθμό και στο σπίτι.
Σε αυτή τη μετάβαση, ίσως χρειαστεί να βοηθήσουμε το παιδί, όπως πιθανόν κάναμε σε κάποιες άλλες.
Όπως όταν το παιδί αρχίζει να περπατά και ίσως τον πρώτο καιρό του πιάνουμε το χεράκι και κάποια στιγμή το παιδί περπατάει χωρίς να μας χρειάζεται. Τη διαδικασία αυτή, την παρομοιάζω με το μανταρίνι. Όταν ένα δίχρονο μας ζητά να του καθαρίσουμε ένα μανταρίνι, μπορεί να του το καθαρίσουμε και να του το δώσουμε να το φάει ή να κάνουμε την αρχή καθαρίζοντας την πρώτη φλούδα και προσκαλώντας το να συνεχίσει το ίδιο το καθάρισμα. Φαντάζομαι δηλαδή το γονιό, ως έναν διευκολυντή κι όχι ως τον υπηρέτη της διαδικασίας ούτε ως έναν αστυνόμο που ελέγχει τη διαδικασία.
Έχοντας φροντίσει αυτά, ο γονιός χρειάζεται να αφήσει χώρο στο παιδί για να αναλάβει τη δική του ευθύνη στα υπόλοιπα. Όπως αν θα αφήσει μια σειρά ή όχι καθώς γράφει τις προτασούλες του. Με τι θα ξεκινήσει κι αν είναι ευχαριστημένο με το αποτέλεσμα, συμπεριλαμβανομένων και των “όμορφων” γραμμάτων! Αλήθεια, γιατί είναι τόσο σημαντικά αυτά τα όμορφα γράμματα; Πόσοι από μας, πετύχαμε επαγγελματικά παρά τα ορνιθοσκαλίσματά μας και σε πόσους από μας ήταν τα όμορφα γράμματα που έκριναν την επαγγελματική μας πορεία;
Είναι πολύ διαφορετικό να πω στο παιδί “εδώ, δυσκολεύομαι να καταλάβω τι γράφεις ή όταν δεν αφήνεις κενό ανάμεσα στις λέξεις κουράζονται πολύ τα μάτια μου να διαβάσουν την έκθεσή σου” (και φυσικά, αυτό να είναι ειλικρινές και όχι χειριστικό) από το να του πω απλά πως τα γράμματα του δεν είναι καλά και πρέπει να κάνει καλύτερα. Τα παιδιά, τις περισσότερες φορές όταν είμαστε ειλικρινείς απέναντί τους και με μια χειροπιαστή δυσκολία που μας φέρνει η επιλογή τους, έχουν τη διάθεση να συνεργαστούν. Τις περισσότερες φορές η αντίδραση έρχεται προς τον εξουσιαστικό μας τρόπο και όχι ως προς το ίδιο το περιεχόμενο ή προς το ότι δεν τους επιτρέπουμε να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις, γιατί “εμείς ξέρουμε καλύτερα”.
Θέλω να υποθέσετε ότι έχετε ξεκινήσει να συναρμολογείτε μια συρταριέρα από τα ΙΚΕΑ και παιδεύεστε. Σας πλησιάζει ο σύντροφός σας και σας λέει φράσεις όπως:
“Είναι επειδή δεν συγκεντρώνεσαι, έχεις το μυαλό σου στη σειρά στο Netflix, γι’ αυτό δεν μπορείς να φτιάξεις τη συρταριέρα”.
“Καλά είναι δυνατόν να μην μπορείς να το κάνεις εσύ; Εσύ είσαι τσακάλι!”.
“Είμαι σίγουρος ότι μπορείς απλά δεν προσπαθείς αρκετά”.
“Φέρε εδώ το κατσαβίδι (και σας το αρπάζει από τα χέρια. Ξεβιδώνει αυτά που έχετε κάνει μέχρι εκείνη την ώρα). Λοιπόν, ξεκίνα από την αρχή για να το κάνεις σωστά τώρα”.
Πώς νιώθετε; Πόσο σας ενθαρρύνει; Πώς θα αντιδρούσατε;
Αν όμως ερχόταν και σας έλεγε:
“Πω πω βρε παιδί μου. Πολύ μπέρδεμα αυτή η συρταριέρα!…… Πού δυσκολεύεσαι; Τι είναι αυτό που δεν στέκεται σωστά;….. Τι σκέφτεσαι να κάνεις;”
Πώς είναι τώρα αυτό για σας; Τι εξέλιξη φαντάζεστε;
Κάπως έτσι νομίζω νιώθουν τα παιδιά μας, όταν στεκόμαστε δίπλα τους καθώς διαβάζουν.
Χρειάζεται να μην ξεχνάμε, ότι είμαστε ενήλικες και σε αντίθεση με τα παιδιά μας, έχουμε πλήρως ανεπτυγμένο εγκέφαλο και σαφώς μεγαλύτερη εμπειρία. Γι’ αυτό και μας είναι πολύ εύκολο να βρούμε το λάθος και να θεωρήσουμε δεδομένα όλα όσα έχουν πετύχει τα παιδιά. Είναι πολλές φορές, σαν να κοιτάμε αυτά που έχουν κάνει μόνο και μόνο για να δούμε αν υπάρχει λάθος ή όχι. Μπορεί ένα παιδί να έχει γράψει μια έκθεση κι εμείς να εστιάσουμε και να αναφερθούμε στα τρία ορθογραφικά που έκανε ή στο ότι δεν άφησε κενό στην παράγραφο. Πόσο απογοητευτικό μπορεί να είναι αυτό; Να έχεις προσπαθήσει για κάτι και να σου επισημαίνουν μόνο αυτό που δεν έκανες;
Φαντάσου να έχεις καθαρίσει όλο το σπίτι, να έχεις κοπιάσει πολύ, να λάμπει και να μπει μέσα η μαμά σου και να πέσει αμέσως το βλέμμα της σε εκείνη τη δαχτυλιά στο ντουλάπι που σου ξέφυγε; Μήπως σου έχει συμβεί και στα αλήθεια; Τι αίσθηση δημιουργεί;
Ας είμαστε, λοιπόν, πιο προσεκτικοί στο πού εστιάζουμε και στο τι διορθώνουμε.
Ίσως να μην αξίζουν όλα τα λάθη να αναφερθούν. Κι αν ξεχαστούν και δυο τόνοι ή αν έχει φάει ένα “τ” στη λέξη πτερύγιο, έχει τόση σημασία; Κι ας μην παίρνουμε τη σβήστρα, να σβήνουμε αυτό που γράφουν τα παιδιά μας. Είναι προσβολή στην προσωπικότητά τους. Ας τους αφήσουμε να σβήσουν αυτά, αυτά που θα επιλέξουν.
Πολλές φορές λέμε στα παιδιά μας ότι “τα λάθη μας τα αγαπάμε”, “μέσα από τα λάθη μαθαίνουμε”. Πόσο οι πράξεις μας υποστηρίζουν αυτά μας τα λόγια μας; Και πόσο μπορεί να ωθούν τα παιδιά σε μια αγχωτική τελειομανία και μια αυστηρότητα προς τον εαυτό τους ή ακόμα και σε μια παραίτηση ως προς τις ικανότητές τους, αφού ό,τι και να κάνω ποτέ δεν το κάνω όπως πρέπει.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μιλάμε για παιδιά 6+. Θέλω να πω, ότι μπορούμε και χρειάζεται να τα συμπεριλάβουμε, ειδικά σε μια τέτοια διαδικασία που τα αφορά. Αντί να παρακαλάμε το παιδί να κάτσει να διαβάσει αναλαμβάνοντας να κάνουμε πράγματα που του αναλογούν με σκοπό, να το πείσουμε να “δεχτεί” να διαβάσει, μπορούμε να το προσκαλέσουμε να βγάλουμε μαζί ένα πλάνο για τα μαθήματα, που να εξυπηρετεί και αυτά και εμάς. Και είναι σημαντικό να μπορούμε να ακούσουμε τι εξυπηρετεί και αυτά, όχι μόνο εμάς. Και είναι σημαντικό να μπουν και οι δικές μας χρονικές ανάγκες στο τραπέζι.
“Τελευταία, όλο μαλώνουμε για το διάβασμα. Δε μ αρέσει. Τι πλάνο έχεις εσύ; Ποιες ώρες σου είναι καλύτερες; Εγώ μετά τις 6 δε λειτουργώ, είμαι κουρασμένος και δεν μπορώ να είμαι βοηθητικός”.
Πολλοί γονείς θέλουμε αμέσως μετά το σχολείο να διαβάζει το παιδί για να τελειώνει και να έχουμε ένα χαλαρό απόγευμα.
Και ίσως αυτός να είναι ο δικός μας τρόπος να λειτουργούμε για να μπορούμε να χαλαρώσουμε ή το δικό μας άγχος ή δυσανασχέτηση για τη διαδικασία που θέλουμε να τελειώσει μια ώρα νωρίτερα. Είναι έτσι όμως και για το παιδί; Είναι πολύ πιθανό το παιδί, μετά από τις ώρες του σχολείου που έχει κουραστεί και ίσως να έχει πιεστεί κιόλας, να χρειάζεται ένα χρόνο αποφόρτισης. Ιδανικά αν θα μπορούσε να έχει κάποια ώρα και σωματικής εκτόνωσης, αδόμητης, θα βοηθούσε πολύ τον εγκέφαλό του να ξεκουραστεί για να αποδώσει καλύτερα την ώρα του διαβάσματος.
Ξέρω ότι συχνά υπάρχει ένα πιεσμένο πρόγραμμα από δραστηριότητες ή και ενήλικες υποχρεώσεις. Όταν ο χρόνος πιέζει συχνά κανείς μας δε λειτουργεί καλά, οπότε εκεί ίσως χρειάζεται να τροποποιήσουμε την ατζέντα μας στο βαθμό που είναι δυνατό ώστε να πιεζόμαστε λιγότερο και να μη μεταφέρουμε και το μήνυμα στο παιδί “άντε να τελειώνουμε με το διάβασμα (την αγγαρεία δηλαδή) για να πάμε στο άθλημα ή στη δραστηριότητα.”
Χρειάζεται να διακρίνουμε ότι ο τρόπος που εξυπηρετεί εμάς στο να υλοποιήσουμε μια εργασία δεν είναι απαραίτητα και ο τρόπος του παιδιού μας.
Μπορεί εγώ να κάθομαι μονοκοπανιά να τελειώσω τη δουλειά που έχω να κάνω ενώ το παιδί μου να θέλει να κάνει, και να χρειάζεται, διαλείμματα. Μπορεί εμείς να μπορούμε και να θέλουμε να κάτσουμε ακίνητοι μέχρι να ολοκληρώσουμε και το παιδί μας να θέλει να κινείται, εμείς να θέλουμε απόλυτη ησυχία και το παιδί μας μουσική. Είμαστε εκεί, προσωρινά, ως διευκολυντές οπότε χρειάζεται να βοηθήσουμε το παιδί να ανακαλύψει τον τρόπο που το εξυπηρετεί. Ο δικός μας τρόπος δεν είναι ο σωστός. Είναι απλός ο δικός μας. Άλλωστε, ο στόχος είναι σταδιακά να απεμπλακούμε από αυτή τη διαδικασία. Και να εγκατασταθεί σαν μια ακόμα ρουτίνα του σπιτιού όπως είναι ο ύπνος και το φαγητό.
Όλα αυτά που λέμε προϋποθέτουν ψυχραιμία και αποστασιοποίηση από εμάς. Όταν είμαι αγχωμένη δεν μπορώ να είμαι βοηθητική. Όταν το παιδί μου είναι αγχωμένο δεν μπορεί να αποδώσει. Και εκεί μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά, η μαγική δύναμη του διαλείμματος. Είναι πολύ πιο σοφό και ένα σπουδαίο εργαλείο συναισθηματικής αυτορύθμισης. Όταν είτε ο δικός μας εγκέφαλος έχει χτυπήσει κόκκινο είτε το παιδί έχει κατεβάσει ρολά, πράγμα που και επιστημονικά αποδεικνύεται ότι συμβαίνει όντως έτσι, είναι σαν να χτυπάμε πάνω σε τοίχο. Απλά πληγώνουμε τη σχέση μας και δεν πετυχαίνουμε και κάποιο αποτέλεσμα. Μια παύση μερικών λεπτών μπορεί να λειτουργήσει με μεγαλύτερη οικονομία χρόνου και με καλύτερο αποτέλεσμα στην πράξη. Ίσως αν σε κάποιο άλλο χρόνο, εξηγήσουμε στο παιδί και πώς δουλεύει ο εγκέφαλος μας να το βοηθήσει να καταλαβαίνει καλύτερα τι του συμβαίνει εκείνη τη στιγμή.
Κι όταν τελικά το αποτέλεσμα έρχεται και το παιδί έχει φέρει εις πέρας αυτό που του ζητήθηκε ας επιλέξουμε τις πιο πολλές φορές την ενθάρρυνση αντί της επιβράβευσης.
“Πώς νιώθεις που το ολοκλήρωσες;”
“Είσαι ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα;”
“Βλέπω ένα χαμόγελο ικανοποίησης;”
“Αφιέρωσες πολύ χρόνο για να το κάνεις όπως το ζήτησε ο δάσκαλος“
Είναι εκφράσεις που ενισχύουν την αυτοπεποίθηση και κυρίως την αυτοεκτίμηση του παιδιού. Αντί του “Μπράβο” που κάποιες φορές μπορεί να υπογραμμίζει την αξιολογική μας θέση και τη θέση αυθεντίας.
Αν παρόλα’ αυτά αντιμετωπίζουμε συνεχόμενες δυσκολίες και άρνηση του παιδιού ως προς το διάβασμα, ίσως χρειάζεται να δούμε τι μπορεί να επικοινωνεί αυτή η άρνηση.
Είναι ο τρόπος για να κερδίζει την προσοχή μας και να νομίζει ότι θα καλύψει έτσι την ανάγκη του για σύνδεση, γιατί είμαστε συνέχεια απασχολημένοι με άλλες προτεραιότητες και έτσι κερδίζει χρόνο μαζί μας;
Έχει γίνει ένα παιχνίδι εξουσίας στη σχέση μας το διάβασμα, όπου ουσιαστικά το παιδί αρνείται ως αντίδραση στην εξουσιαστική μας στάση ή στην έλλειψη σεβασμού μας προς αυτό;
Έχει εισπράξει την αίσθηση ότι για μας όλη του η αξία τροφοδοτείται από την επίδοση κι αυτό το πληγώνει και μας πληγώνει κι αυτό με τη σειρά του, με το να μην είναι μια καλή μαθήτρια;
Πιστεύει πραγματικά πως δεν μπορεί; Πώς δεν είναι ικανό να καταλάβει και να ανταπεξέλθει; Έχει χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, οπότε παραιτείται μη θέλοντας καν να δοκιμάσει;
Κάθε ένα από αυτό χρειάζεται και μια ξεχωριστή φροντίδα και όχι μόνο την ώρα του διαβάσματος αλλά και σε άλλους χρόνους.
Για όλους αυτούς τους λόγους, το διάβασμα στο σπίτι περνάει μέσα από αλλά και διαμορφώνει παράλληλα τη σχέση μας.
Ξέρω πολλές φορές ότι ως γονείς, αντιδρούμε με άγχος σε αυτό που συμβαίνει στο εδώ και τώρα, όπως να μη θέλει να διαβάσει ιστορία ή να μην καταλαβαίνει τη διαίρεση, γιατί προβάλλονται φόβοι του μέλλοντος, συχνά μη ρεαλιστικοί. Οι περισσότεροι από μας, είτε καλοί μαθητές είτε όχι, κάπως τα καταφέραμε στη ζωή μας. Προσωπικά, με βοηθούν παραδείγματα συμμαθητών μου που ήταν το αντίθετο από καλοί μαθητές και έχουν εξελιχθεί σε αξιόλογους ανθρώπους. Θυμηθείτε αυτά που λέγαμε περί συστήματος. Για να μη ξεχνάμε τα ανησυχητικά στατιστικά των σημερινών εφήβων με αγχώδεις διαταραχές.
Η σχέση θα θωρακίσει τα παιδιά μας περισσότερο από ό,τι άλλο και αυτό θα είναι το μεγαλύτερο εφόδιο τους για την ενήλικη ζωή τους. Και χρειάζεται να έχουμε στο νου μας ότι είναι η δική τους ζωή. Και ότι στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να εγγυηθούμε ότι αν ακολουθήσουν τον τρόπο μας, θα γίνουν ευτυχισμένοι και πετυχημένοι ενήλικες. Εγώ τουλάχιστον, δε θα μπορούσα και δε θα ήθελα να πάρω την ευθύνη αυτή. Άλλωστε, στη σημερινή εποχή τα παιδιά μπορούν να έχουν πολλές ευκαιρίες να πάρουν αποφάσεις, να δοκιμάσουν, να μην τους βγει και να ξαναδοκιμάσουν. Η ευελιξία είναι μια αρετή που εκτιμάται πολύ σήμερα, άλλωστε.
Γι’ αυτό ας είμαστε δίπλα τους ως ξεχωριστά πρόσωπα που τα αγαπάμε,
τα εμπιστευόμαστε και όσο χρειάζεται και μας επιτρέπουν τα καθοδηγούμε για να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις και να βιώσουν και τις κάποιες φορές δυσάρεστες συνέπειες των επιλογών αυτών, όπως μια παρατήρηση από τη δασκάλα, το αίσθημα ντροπής για την άσκηση που δεν παραδόθηκε. Όπως το παιδάκι που καθώς κάνει μόνο του τα πρώτα του βήματα, μπορεί να πέσει και να χτυπήσει. Κι εμείς θα είμαστε εκεί με ψυχραιμία κι εμπιστοσύνη να του δώσουμε το μήνυμα ότι μπορεί να ξανασηκωθεί και ότι το χτύπημα είναι μέρος της διαδικασίας. Αν κρατάω πάντα το χέρι του παιδιού πώς θα μπορέσει να ορίσει τη δική του διαδρομή; Πώς θα νιώσει ικανό και πώς θα μπορεί μεγαλώνοντας να πάρει αποφάσεις για τη δική του ζωή;
Ας δούμε το διάβασμα στο σπίτι σαν το πεδίο αυτό που μπορούμε να καλλιεργήσουμε με το παιδί μας δεξιότητες όπως η υπευθυνότητα, η κριτική σκέψη, η συναισθηματική ρύθμιση, η λήψη πρωτοβουλίας, η εμπιστοσύνη στον εαυτό. Κι ας μην ξεχνάμε πως αυτό που θα λειτουργούσε για μας, δε θα λειτουργήσει απαραίτητα στο παιδί μας κι αυτό που θα έκανε εμάς χαρούμενους δε θα κάνει τα παιδιά μας. Είναι δική τους η ζωή κι αυτό που χρειάζονται είναι ένα γονιό που τον νιώθουν σύμμαχο κι όχι αντίπαλο.